σταυρικός

σταυρικός
σταυρικός
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σταυρικός — ή, ό / σταυρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σταυρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σταυρό τού Χριστού 2. αυτός που έχει σχήμα σταυρού 3. (για τον θάνατο ή το μαρτύριο) αυτός που γίνεται επάνω στον σταυρό, με τον σταυρό («τὸν Πέτρον τὸν σταυρικὸν… …   Dictionary of Greek

  • σταυρικός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με σταυρό: Σταυρικό σχήμα. 2. αυτός που έχει σταυροειδή στέγη, σταυροθόλωτος: Σταυρικοί ναοί. 3. «σταυρικός θάνατος», θανάτωση με σταύρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταυρικῶν — σταυρικός of fem gen pl σταυρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικόν — σταυρικός of masc acc sg σταυρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικοῖς — σταυρικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικοῦ — σταυρικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικούς — σταυρικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικῆς — σταυρικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρικῇ — σταυρικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρική — σταυρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”